βουνοπλαγιά — η η πλαγιά του βουνού: Μπορείς να έχεις την καλύτερη θέα του κάμπου από τη βουνοπλαγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… … Dictionary of Greek
αετοράχη — και αϊτοράχη, η απόκρημνη βουνοπλαγιά, προσιτή μόνο σε αετούς … Dictionary of Greek
αιπύνωτος — αἰπύνωτος, ον (Α) που βρίσκεται σε ψηλή ράχη, σε ψηλή βουνοπλαγιά (για τη Δωδώνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπύς* + νῶτον] … Dictionary of Greek
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
διάρραχο — το ράχη βουνού, βουνοπλαγιά … Dictionary of Greek
κλειτύς — η (Α κλειτύς και κλιτύς, ύος) κατηφορική πλαγιά όρους ή λόφου, βουνοπλαγιά, κατωφέρεια («πολλὰς δὲ κλιτῡς τότ ἀποτμήγουσι χαράδραι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει τής ρίζας] … Dictionary of Greek
πλάγι — το / πλάγιον, Ν ΜΑ, και πλάι Ν το πλευρικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος ή ενός αντικειμένου, το πλευρό, η πλευρά (α. «το πλάγι τού καραβιού» β. «ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικής ἐσβάλλει», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
πλαγιάδα — η, Ν πλαγιά, βουνοπλαγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαγιά, κατά το πεδιάδα] … Dictionary of Greek
πολύκνημος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές προσβάσεις σε βουνά, ο ορεινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύκμητον το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ζιζιφόρος η κεφαλωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κνημος (< κνημός «κατωφερής βουνοπλαγιά, ρίγανη»), πρβλ. βαθύ… … Dictionary of Greek